λυγξ

λυγξ
Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά για την πολύτιμη γούνα του.
* * *
(I)
ο (Α λύγξ, -γκός, και -γγός, ο, η)
βλ. λύγκας.
————————
(II)
ο (Α λύγξ, -γγός, η, και, σπαν., ο)
λόξυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγγ- τού λύζω. (Για τη σχέση μεταξύ λύζω και λύγξ βλ. λύζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λύγξ — 1 lynx masc/fem nom/voc sg λύγξ 2 hiccup fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • λυγξίν — λύγξ 1 lynx masc/fem dat pl (epic) λύγξ 2 hiccup fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγί — λύγξ 2 hiccup fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγῶν — λύγξ 2 hiccup fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγός — λύγξ 2 hiccup fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκῶν — λύγξ 1 lynx masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκός — λύγξ 1 lynx masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγγα — λύγξ 2 hiccup fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγγας — λύγξ 2 hiccup fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”